- κοπανιστός
- η , ό толчёный, растёртый;
§ αέρας κοπανιστός — пустословие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αέρας κοπανιστός — пустословие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοπανιστός — ή, ό (ΑM κοπανιστός, ή, όν) [κοπανίζω] 1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα 2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση 2. φρ. «αέρας… … Dictionary of Greek
κοπανιστός — ή, ό αυτός που έχει παρασκευαστεί με κοπάνισμα, κοπανισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες… … Dictionary of Greek
κοπανιστή — η βλ. κοπανιστός … Dictionary of Greek
στουμπιστός — και στουμπιχτός, ή, ό, Ν [στουμπίζω] χτυπημένος με στούμπο, κοπανιστός … Dictionary of Greek
τρισκοπάνιστος — ον, Α φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ /τρι * + κοπανιστός (< κοπανίζω)] … Dictionary of Greek
τριψείδιον — και τριψίδιον, τὸ, ΜΑ, και τριψίδιν Μ είδος μπαχαρικού, πιθανώς η κανέλα μσν. (στον τ. τριψίδι[ο]ν) (με σημ. επιθ.) αλεσμένος, κοπανιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + κατάλ. (ε)ίδιον (πρβλ. ταξ [ε] ίδιον)] … Dictionary of Greek
τσακιστός — ή, ό, Ν [τσακίζω] 1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές») 2. διπλωμένος 3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή ναυτ. α) η δηκτή β) ο ποδόδεσμος 4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» δεν έχω καθόλου χρήματα β) «δεν δίνω… … Dictionary of Greek
κοπανάω — (σπάν. κοπανώ), κοπάνησα, κοπανισμένος βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: κοπανάω : ο τύπος κοπανίζω (Τριανταφυλλίδης, 1941, σελ. 358) δε χρησιμοποιείται πια στην κοινή νεοελληνική. Έχει επιβιώσει η μτχ. κοπανισμένος και το επίθετο κοπανιστός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσακιστός — ή, ό 1. χτυπημένος, σπασμένος, κοπανιστός: Τσακιστές ελιές. 2. διπλωμένος, διπλωτός: Τσακιστό ραβασάκι. 3. το θηλ. ως ουσ., τσακιστή, α. ο ποδόδεσμος στα πλοία, το δέσιμο της σκότας. β. ασήμαντο κέρδος, τίποτε: Δεν έχω (δεκάρα) τσακιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)